- νυκτοπεριπλάνητος
- νυκτο-περιπλάνητος [pron. full] [ᾰ], ον,A roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοπεριπλάνητος — νυκτοπεριπλάνητος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι] … Dictionary of Greek
νυκτοπεριπλάνητος — roaming about by night masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοπεριπλάνητε — νυκτοπεριπλάνητος roaming about by night masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek